- ἐπιπαρένησαν
- ἐπί , παρά-νέωswimaor ind act 3rd plἐπί , παρά-νέω 2spinaor ind act 3rd plἐπί , παρά-νέω 3heapaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπαρανέω — ἐπιπαρανέω (Α) [παρανέω] συσσωρεύω, μαζεύω ακόμη περισσότερο («διὰ πολυχειρίαν ἐπιπαρένησαν», Θουκ.) … Dictionary of Greek